Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Η παρέμβαση του Δημήτρη Φιλιππίδη. Αρχιτέκτονα, Ομ. Καθηγητή του ΕΜΠ & Συγγραφέα

ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ

ομιλία στην ημερίδα του ΤΕΕ/ΤΑΚ «Παραδοσιακοί Οικισμοί. Υπάρχει Μέλλον;», Άγιος Νικόλαος 16.2.2008

Αντί για άλλο ξεκίνημα στην ομιλία μου, θα προτάξω ένα μεγάλο μέρος γράμματος που μου έστειλε παλιός μου μαθητής, τώρα εγκαταστημένος στον τόπο του, τα Χανιά. Ζητούσε τη βοήθειά μου –που τελικά δεν του έδωσα και θα εξηγήσω μετά γιατί– επειδή βρέθηκε μπλεγμένος σε μια δύσκολη υπόθεση, πολύ κοντά στο θέμα που συζητάμε σήμερα, όπως θα δείτε τώρα.

Πρόκειται (μου γράφει) για «μια ομάδα εργασίας του ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Κρήτης όπου ανήκω μαζί με περίπου άλλα τριάντα άτομα, Αρχιτέκτονες, Τοπογράφους και Πολιτικούς Μηχανικούς. [Η ιστορία ξεκινά] μετά από κινητοποίηση του τοπικού τμήματος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων για τη διάσωση και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην εκτός των τειχών πόλης των Χανίων αλλά και παραδοσιακών κτηρίων - συνόλων και οικισμών της ευρύτερης περιοχής του Νομού Χανίων. Το ΤΕΕ-Τμ. Δυτ. Κρήτης προχώρησε στην σύσταση επιτροπής με κατεύθυνση μεταξύ άλλων, την καταγραφή και ταξινόμηση αυτών των παραδοσιακών κτηρίων - συνόλων και οικισμών.

Στην πόλη των Χανίων έχουν ήδη κηρυχθεί ως διατηρητέα 147, κυρίως νεοκλασικά, κτήρια που βρίσκονται εκτός των ενετικών τειχών, […] ενώ παραμένουν σε εκκρεμότητα για κήρυξη και διάσωσή τους μεγάλος αριθμός επιπλέον σημαντικών κτηρίων με αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον, που έχουν απλά χαρακτηριστεί “δεσμευμένα”, […].

Παράλληλα έχει γίνει η διαπίστωση ότι υπάρχει ένας ικανός αριθμός κτηρίων ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος του μεσοπολέμου καθώς και της νεώτερης αρχιτεκτονικής ιστορίας του τόπου που έχουν μέχρι σήμερα αγνοηθεί.

Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται προσπάθεια να καταγραφούν αυτά τα νεώτερα μνημεία, η αρχιτεκτονική του μεσοπολέμου μέχρι και την δεκαετία του ’60, αλλά υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά αυτής της προσπάθειας που την κάνουν ιδιαίτερα επίπονη….

Πρώτον, δεν μιλάμε για την Αθήνα όπου οι προηγούμενες γενιές των Αρχιτεκτόνων έχουν κάνει όλη την δουλειά και φτάνει –για αρχή– μια καλή προσπέλαση της πολύ πλούσιας βιβλιογραφίας. […] [Υπάρχουν άραγε] δείγματα αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου και της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής; Σίγουρα υπάρχουν… αλλά στα Χανιά όλα είναι ακόμα συνδεδεμένα με ένα νεοκλασικισμό – και φυσικά με μια τοπική αρχιτεκτονική (τούρκικη κυρίως) […] κεντροευρωπαϊκά κυρίως […] και στην συνέχεια παρουσιάζονται μόνο μεταβατικά στοιχεία προς έναν “ατελή” […] εκμοντερνισμό.

Δεύτερον, για πρώτη φορά ακούγεται η φράση ‘κήρυξη ως διατηρητέο’ για κτήρια στα Χανιά που μπορεί να είναι και μεταπολεμικά!

Το αντικείμενο της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς έχει όμως στο μεταξύ διευρυνθεί και πέραν των μνημείων επαναπροσδιορίζεται από ιδιότητες όπως α) πρωτοτυπία ή γνησιότητα β) ιστορικότητα γ) ποιότητα και δ) συμβολισμός. Η διεύρυνση του αντικειμένου προστασίας, επιφέρει νέα αξιολογική αντιμετώπιση για κτήρια που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικά αλλά αντιμετωπίζονται σαν τμήμα ευρύτερων συνόλων πράγμα που επηρεάζει τα κριτήρια αξιολόγησης. Θεωρείται ότι απαιτείται η καταγραφή τετρακοσίων περίπου (400) κτηρίων ή συνόλων στα όρια της πόλης των Χανίων. Για το κάθε κτήριο ή σύνολο θα συντάσσεται καρτέλα […]

Το σίγουρο είναι ότι στην περίπτωση της πόλης των Χανίων, και συγκεκριμένα της γειτονιάς της Χαλέπας, τα πιο πολλά από τα παραδείγματα που ήδη συγκεντρώσαμε και φωτογραφίσαμε […] είναι δείγματα ανώνυμης–λαϊκής αρχιτεκτονικής […]

Ένα ερώτημα είναι αν μπορούμε σήμερα, οπουδήποτε εκτός των ενετικών τειχών των Χανίων, να αναγνωρίσουμε ξανά τα κτήρια αλλά και σύνολα κτηρίων, με ιδιαίτερη σημασία για την αρχιτεκτονική, αποδίδοντας τους πρωτότυπα και ποιοτικά χαρακτηριστικά – εκτός από την ιστορικότητα και γνησιότητα και τοπικότητα και ιδιαίτερους συμβολισμούς σε ότι αφορά την τοποθεσία, την παρουσία τους στην λογοτεχνία και την τέχνη, τις κοινωνικές συνθήκες και τα πρότυπα για αυτά τα κτήρια, διατηρητέα και μη, την χρήση τους τις τελευταίες δεκαετίες, τις οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες συνυπάρχουν με την αρχιτεκτονική, […] σημαντικά πρόσωπα και ημερομηνίες για την πόλη, την ολοκλήρωση της σήμανσης στον τόπο και τον χρόνο […].

Με αυτήν την προσπάθεια για την ένταξη αρχιτεκτονικών έργων σε ένα τοπικό δίκτυο ανάδειξης, αξιοποίησης και διατήρησης τους, τα κριτήρια μας πολλαπλασιάζονται και προστίθενται και άλλα εκτός από όλα όσα αναφέρουμε παραπάνω, ακόμα και για τα μεμονωμένα έργα και κατασκευές, λόγω του πλήθους τους, της ομαδοποίησης και της εσωτερικής ομοιότητας τους που επηρεάζει όχι μόνο τα αρχιτεκτονικά σύνολα αλλά και την πόλη στο σύνολο της. […]»

Τελειώνοντας ο φίλος ζητούσε αν είχα σχετικό αρχειακό υλικό να του δώσω από τα Χανιά (που δεν είχα) και ρωτούσε αν κανείς –άτομο ή ομάδα– έχει ώς τώρα κάνει κάτι ανάλογο που θα μπορούσα να του συστήσω. Γράφει επί λέξει: «γνωρίζετε ποιοι άνθρωποι –συνάδελφοι φαντάζομαι είναι που έστησαν το Αρχείο Παραδοσιακών οικισμών & Διατηρητέων κτηρίων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. ή κάποιους […] που να έχουν μελετήσει τέτοιες περιπτώσεις για την διατήρηση και ενδεχομένως την κήρυξη σαν διατηρητέων κτηρίων των δεκαετιών ’40-‘60 στην επαρχία και να έχουν δημοσιεύσει δουλειές τους;»

Δεν συνεχίζω άλλο, αυτό το εκτενές απόσπασμα αρκεί. Γιατί τώρα αρνήθηκα τη βοήθεια που μου ζητούσε; Δηλώνοντας εντελώς ανίκανος να συνεισφέρω το παραμικρό στα ερωτήματα που θέτει, είναι σαν να απαντώ στο θέμα που συζητάμε σήμερα. Όταν θεωρείς κάτι εντελώς άχρηστο, σου είναι αδύνατο ούτε να συμβουλέψεις, ούτε να δώσεις οδηγίες – ακόμα περισσότερο, να συμβάλεις ενεργά σε αυτό, δίνοντας το καλό παράδειγμα.

Θα μπορούσα εύκολα να ειρωνευτώ την «αφέλεια» του νέου συνάδελφου, που τόσο καλοπροαίρετα ζητούσε κάπου να στηριχτεί σε αυτό το έργο που είχε αναλάβει. Να επιδείξω ρεαλισμό, αν θέλετε και αρκετό κυνισμό, στηριγμένος πάνω στις ανάλογες τραυματικές εμπειρίες που μου αναλογούν σε αυτή τη ζωή. Όπως, και από την άλλη πλευρά, να ξεπεράσω το γνώριμο σύμπλεγμα καταγγελίας και γενικής γκρίνιας που μας χαρακτηρίζει πλέον ως κοινωνία, και να πω μερικά απλά, ενθαρρυντικά πράγματα.

Όσο και να σας φαίνεται παράδοξο, όσο κι αν τα προηγούμενα σας έχουν προετοιμάσει για μια παθιασμένη καταδίκη της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, όπως και κάθε άλλης που θα επαναλάμβανε τα ίδια ακριβώς λάθη και τις ίδιες ακριβώς παραλείψεις που έγιναν στο παρελθόν – γιατί, αν δεν κάνω λάθος, τέτοιες ιστορίες έρχονται και ξαναέρχονται στην επικαιρότητα τουλάχιστον από το μοιραίο εκείνο 1975 – και γίνονται με εκπληκτική συνέπεια τριάντα χρόνια μετά, λες και τίποτα δεν μαθαίνουμε, τίποτα δεν καταλαβαίνουμε από ό,τι συμβαίνει γύρω μας, ε λοιπόν δεν θα το κάνω. Θα ήθελα να μιλήσω αλλιώς.

Έφερα ένα παράδειγμα από το Νομό Χανίων, που τυχαίνει να γνωρίζω αρκετά καλά. Σκοπεύω να παντρέψω λόγια με εικόνα, και να φέρω μερικά παραδείγματα από την ίδια περιοχή, που τυχαίνει να έχω καταγράψει, συμπτωματικά και όχι συστηματικά. Και μετά, θέλω να δείξω δύο ακόμα περιοχές από το Λασίθι, όπου πάλι το έφερε η τύχη, κι οι κακές παρέες θα συμπλήρωνα, να μπλεχτώ. Όχι βέβαια για να κάνω επίδειξη γνώσεων, αλλά για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Γιατί τις έχω ζήσει πάνω στο πετσί μου αυτές τις αγωνίες κι αυτά τα διλήμματα. Τα ξέρω πρώτο χέρι, έχοντας μελετήσει ιστορικούς οικισμούς πίσω στη δεκαετία του ’80, ναι, τότε που πιστεύαμε πως ο εκσυγχρονισμός είναι πίσω από την πόρτα.

Ας αρχίσουμε από Χανιά. Το 1983 ή 1985, οργανώνεται εκεί μια (ακόμα) ημερίδα για αρχιτεκτονική παράδοση, όπου δείχνω διαφάνειες από μερικά σπίτια μέσα στα Χανιά, λέγοντας πως είναι μοντέρνα αρχιτεκτονική (εικ. 1-5). Το ακροατήριο αντιδρά έντονα: σηκώνεται η εκπρόσωπος τοπικής ομάδας, που είχε ήδη μελετήσει την παρουσία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην πόλη, και με κατακεραυνώνει. Τι σόι μοντέρνα είναι αυτά, που είναι έτσι ανακατωμένα, με μικτά στοιχεία, οπότε στο τέλος εκείνο που εισπράττεις είναι χωρίς χαρακτήρα, ανάξιο της προσοχής μας; Η δική της ομάδα, βλέπετε, είχε καταλήξει στο αντιδιαμετρικό συμπέρασμα. Με λίγα λόγια είχε αποφασίσει πως δεν υπάρχουν μοντέρνα κτίσματα στα Χανιά. Βενετσιάνικα (εικ. 6), Τούρκικα (εικ.7), και Νεοκλασικά (εικ.8) όσα θέλετε, αλλά μοντέρνα μηδέν. Και λαϊκά; Νομίζω μάλιστα πως η μεγάλη αντίδραση εκδηλώθηκε όταν έδειξα κάτι παλιά, ταπεινά σπιτάκια από την περιοχή της Χαλέπας (εικ.9) κι είπα ότι είναι μοντέρνα. Για λαϊκά, με αυτούς τους όρους, κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να συζητήσει. Τα λαϊκά, δηλαδή τα παραδοσιακά (είχε ήδη μπει μπροστά η φάμπρικα των παραδοσιακών) ανήκαν αλλού, χαμένα κάπου ψηλά στα βουνά, αλλά ποτέ μέσα στην πόλη. Το να κάνεις σύζευξη ανάμεσα σε «λαϊκά» και «μοντέρνα» ήταν ανήκουστο. Κι έτσι έμεινε…

Το πρώτο μας λοιπόν αυτό παράδειγμα δείχνει τις τρομακτικές συγχύσεις που υπάρχουν, και εξακολουθούν να υπάρχουν για λόγους που δεν θέλω σήμερα να θίξω, γύρω από τι ταμπέλα βάζεις στα πράγματα, τι ονόματα τους δίνεις, κι ανάλογα, τι αξία τους προσάπτεις. Όλα αυτά πάνε πακέτο.

Επόμενο παράδειγμα, Νεάπολη Λασιθίου, τώρα ένας ήσυχος οικισμός στην ενδοχώρα, που αναπολεί τις παλιές του δόξες, ως διοικητική πρωτεύουσα της περιοχής. Με τις παραλιακές ζώνες να έχουν γνωρίσει εκρηκτική ανάπτυξη, η Νεάπολη ξέμεινε πίσω. Όμως με αυτό τον τρόπο, κληρονόμησε δύο πράγματα που ήταν κυριολεκτικά στα αζήτητα. Πρώτο, έναν αριθμό παλιών κτιρίων στην πόλη (εικ.10), όχι τίποτα εντυπωσιακό, αλλά χαρακτηριστικά της τοπικής ιστορίας, άρα σημεία αναφοράς για την πόλη και τους κατοίκους της – αν κάποιος έκανε τον κόπο να ασχοληθεί μαζί τους, κι αυτό δεν φαινόταν να γίνεται με πειστικό τρόπο. Οι ντόπιοι έδειχναν πως είχαν την πρόθεση κάτι να κάνουν αλλά δεν ήξεραν τι. Έβλεπαν με αμηχανία τις τυποποιημένες δράσεις ανάδειξης, όπως τους πλακοστρωμένους πεζόδρομους, και απορούσαν προς τα πού έπρεπε να κινηθούν.

Το δεύτερο όμως ατού της Νεάπολης ήταν κάτι άλλο: ένας δυσπρόσιτος, κρυφός, εσωτερικός χώρος, ορεινός με σκόρπιες μικροσκοπικές εγκαταστάσεις, τα μετόχια (εικ. 11-14), εγκαταλειμμένες στην συντριπτική πλειοψηφία τους. Είχαν την καλοσύνη να με πάνε να δούμε όλα αυτά τα μέρη, όπου η αίσθηση ήταν ενός ξεχασμένου κόσμου – ήταν ένα πραγματικό Jurassic Park. Κάθε φορά που σταματούσαμε και πλησιάζαμε αυτά τα κτίσματα να τα δούμε από κοντά, ένοιωθα ένοχος, σαν εισβολέας, σαν να τους χάλαγα την μακαριότητα. Όμως στη συζήτηση που γινόταν συνέχεια, και πιο έντονα στο τέλος της μέρας, πίσω στη Νεάπολη, βγήκαν οι αιώνιες ερωτήσεις: τι μπορούμε να τα κάνουμε αυτά για να μην χαθούνε;

Να τώρα, μια άλλη σημαντική διάσταση του προβλήματος. Ο πολύτιμος αυτός θησαυρός της Νεάπολης, ώς τώρα εντελώς αναξιοποίητος, κατοικημένος από ελάχιστους πια ξωμάχους, ξεπερασμένα δείγματα ενός κόσμου πριν τον Κατακλυσμό, ήταν δώρο άδωρο. Με σύγχρονους όρους, ήταν σαν να μην υπήρχε. Οι ντόπιοι αισθάνονταν έντονα την υποχρέωση να φροντίσουν αυτά τα κειμήλια, αλλά πώς; Πώς δηλαδή να μιλήσουμε για αναπτυξιακή μελέτη, επιπέδου περιφέρειας κι όχι ενός κάποιου οικισμού, και να ξέρουμε πως έχουμε σώσει την αυθεντική αρχιτεκτονική μέσα στο αυθεντικό τοπίο – κι αυτό όλο να παίξει συμπληρωματικά (όχι βέβαια ανταγωνιστικά, δεν θα το άντεχε) με την τρελή ανάπτυξη της Ελούντας, ελάχιστα χιλιόμετρα πιο κάτω; Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει τέτοιες ιλιγγιώδεις σχέσεις σε αυτό τον τόπο – αλλού ναι, εδώ με τίποτα. Άσχετα με αυτό, πάντως, βλέπουμε πως το πρόβλημα δεν είναι εδώ τι θα σώσουμε, δηλαδή το πρωτογενές ερώτημα, και πιο ξεκάθαρα, η αφορμή για να μπαίνουν μπροστά τέτοιες ιστορίες. Όχι, το πρόβλημα είναι καθαρά αναπτυξιακό, αλλά με ειδικούς όρους: έχει νόημα να γίνει κάτι ώστε ο χαμένος κόσμος να βγει στο φως;

Και τώρα, το τελευταίο μας παράδειγμα, η Κριτσά Λασιθίου, το άλλοτε σπουδαίο κεφαλοχώρι, η μάνα που γέννησε τον Άγιο Νικόλαο, εκείνος ο κηρυγμένος «παραδοσιακός» οικισμός, που τώρα μετρά καθημερινά όλων των ειδών τις απώλειες. Απώλειες ανθρώπινου δυναμικού, αλλοτρίωση εκείνων που απομένουν κάνοντας όλους τους απαραίτητους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, ξεπούλημα όσων αγαθών υπήρχε κάποια ελπίδα να ξεπουληθεί. Τόπος άγριος, ατίθασος και συνάμα, τόπος χωρίς ελπίδα για το μέλλον. Έχουν γίνει προσπάθειες να ξεφύγει από αυτή τη μοίρα, έχουν βρεθεί κάποιες ισορροπίες, αλλά όλοι λένε «ώς πότε θα κρατήσουν τα αναχώματα».

Ωραία λοιπόν, μπορεί κανείς να δει αυτό τον οικισμό σαν μια καρτ-ποστάλ (εικ.15,16) και να προσφέρει συμβουλές για εξωραϊσμούς και αξιοποιήσεις. Όσο δύστροπο κι αν είναι αυτό το περιβάλλον (εικ.17-19), ατημέλητο, αφρόντιστο, με τόσο κακές επεμβάσεις από εκπατρισμένους ντόπιους ποτισμένους με άλλες συνήθειες, ή από ξένους που αγοράζουν ένα κομμάτι κρητική αυθεντικότητα, ή ακόμα χειρότερα, από μια δημοτική αρχή που τα βλέπει όλα αυτά σαν κάτι περιθωριακό και μάλλον καταδικασμένο, κάτι έχει απομείνει. Ακόμα κι αν αυτό το κάτι είναι τα ψεύτικα σκηνικά για τα γυρίσματα του έργου «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (εικ.20) – γιατί όχι; Κληρονομιά είναι κι αυτά.

Εδώ λοιπόν έχουμε μια νέα διάσταση: ο οικισμός είναι παραδοσιακός διατηρητέος. Ας μην είμαστε τελείως αρνητικοί: σε κάτι ίσως θα συνέβαλε κι αυτός ο τίτλος, αν και όλα εξαρτώνται από τη φιλοτιμία των κατοίκων, γιατί δεν υπάρχει κανένας έλεγχος σε τι χτίζεται και πώς χτίζεται. Τουλάχιστον γλιτώσαμε, έστω για την ώρα, τις πολυκατοικίες. Όμως ας μη νομίσετε πως αυτό ήταν τάχα κάποια γενναία αυτοθυσία από τους ιδιοκτήτες. Όχι, τα ίδια τα πράγματα δεν ευνοούσαν τέτοιες οικοδομές, γιατί τα οικόπεδα της Κριτσάς ήταν απειροελάχιστα σε έκταση και χωρίς ακάλυπτο. Αν γλιτώσαμε τις πολυκατοικίες, δεν γλιτώσαμε τη διαπίστωση ως η σύγχρονη ζωή δεν μπορεί να χωρέσει μέσα στα μικροσκοπικά σπιτάκια του οικισμού. Όσοι έχουν δυνατότητα, χτίζουν πια έξω από τον οικισμό, σε κανονικά οικόπεδα (εικ.21). Μόνο που αυτές οι επεκτάσεις δεν είναι πια Κριτσά, είναι οτιδήποτε, οπουδήποτε, πάντως όχι Κριτσά.

Ελπίζω να καταλαβαίνετε για ποιο πράγμα μιλάμε: δεν είναι βιώσιμη η Κριτσά με σημερινούς όρους. Άρα τι κάνουμε; Διώχνουμε τους κατοίκους, δηλαδή τους δίνουμε γη και οικονομικές ευκολίες κάπου εκεί κοντά, και μετατρέπουμε την Κριτσά σε επισκέψιμο «σκηνικό»; Παραλλαγή αυτού είναι η εξαγορά όλου του οικισμού από ξένη εταιρία, τύπου Marfin, που την μετατρέπει σε τουριστικό χωριό; Κρατάμε τους κατοίκους εκεί με ειδικές επιδοτήσεις, ισοσταθμίζοντας την έλλειψη σύγχρονων ανέσεων με κάποια ανταλλάγματα, στην πιο ακραία περίπτωση, τους φοράμε και κρητικές βράκες με στιβάνια, οπότε δημιουργούμε μια πιστή αναπαράσταση του παρελθόντος; Ή, βρίσκουμε κάποια ενδιάμεση λύση, λίγο από εδώ και λίγο από εκεί, ώστε να ικανοποιούνται πολλοί στόχοι ταυτόχρονα; Φυσικά, δεν θα βρούμε εδώ την ιδανική λύση, αλλά τα λέω όλα αυτά επειδή θέλω να τονίσω ότι το συνεργείο που θα φτάσει ώς την Κριτσά για να καταγράψει τον αρχιτεκτονικό της πλούτο, δεν πρόκειται με τίποτε να ασχοληθεί με τέτοια καίρια ζητήματα, από όπου κρέμεται το μέλλον του οικισμού. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπει σε μια τέτοια λογική. Θα θεωρήσει πολύ σωστά πως δεν είναι δουλειά της.

Ναι, αλλά ποιανού είναι, τελικά, δουλειά; Αν οι καταγραφές, όπως τις ονειρεύτηκε ο φίλος μας από τα Χανιά, δεν δίνουν τις απαντήσεις που χρειάζονται τόσο επιτακτικά σήμερα, γιατί να μπούμε στον κόπο, γιατί να σπαταληθεί όλο εκείνο το πολυπρόσωπο δυναμικό για να μαζευτεί άλλο ένα άχρηστο υλικό;

Πείτε, πάλι, ας δεχτούμε πως είναι κάπου χρήσιμο, έστω σε κάποιον που ασχολείται στατιστικά με τι σώζεται σήμερα σε κάθε περιοχή, ώστε να το συγκρίνει τι σωζόταν πριν 30 χρόνια. Έστω πως γίνεται όλη αυτή η δουλειά για κάτι τέτοιο, για χάρη μιας στατιστικής υπηρεσίας, όπως πχ μετρούν οι οικολόγοι τους πληθυσμούς από μεταναστευτικά πουλιά ή από κρι-κρι. Να δεχτούμε, επιτέλους, πως έφτασε η ώρα να ξεχάσουμε όλες τις συναισθηματικές μας δεσμεύσεις με αυτά τα πράγματα και να τα δούμε «επιστημονικά», με ψυχρό μάτι. Εκείνα μπορεί να μην γλιτώσουν, αφού δεν μας ενδιαφέρει πια η επιβίωσή τους, αλλά τουλάχιστον θα έχουμε γλιτώσει εμείς, αφού θα έχουμε απαλλαγεί από το βάρος της κληρονομιάς. Τέρμα η κληρονομιά, τέρμα οι υποχρεώσεις. Να αναπνεύσουμε ελεύθερα.

Δημήτρης Φιλιππίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: