Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Η παρέμβαση του Δημήτρη Αντωνακάκη , Αρχιτέκτονα, Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Κ.Α.Μ

Το κείμενο αυτό αποτελεί ομιλία που εκφωνήθηκε στις 16-2-2008 στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης με την ευκαιρία της συνάντησης που οργανώθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας – Τμήμα Ανατολικής Κρήτης και τη συνδιοργάνωση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Λασιθίου, της ΤΕΔΚ νομού Λασιθίου και του πολιτιστικού οργανισμού δήμου Αγίου Νικολάου με θέμα: ‘‘Παραδοσιακοί Οικισμοί: Υπάρχει Μέλλον;’’

Η Παράβαση:

Υπευθυνότητες και νομιμοποιήσεις.

Στον Οδυσσέα Σγουρό

«...Κάθε πράγμα που διαρκεί, μόνο από το γεγονός ότι διαρκεί, γίνεται σεβάσμιο, και η λαμπράδα που παίρνει σκίζοντας τα χρόνια το κάνει ευγενικό»...

«μας συγκινεί μόνο και μόνο επειδή μακραίνει με κάποιο τρόπο τη ζωή μας ως τα περασμένα.»[1]

Αυτά έγραψε ο Σεφέρης, πριν από 70 χρόνια, το 1939.

Περιγράφει την συγκίνηση που μας προκαλεί ένα έργο του παρελθόντος, το οποίο με ιστορικές αναφορές, με γεγονότα καθημερινά ή συγκλονιστικά, με περιπέτειες προσώπων που βρέθηκαν με τις ενέργειές τους στο κέντρο μιας στιγμής πριν χρόνια πολλά ή μόλις χθες. Ταυτιζόμαστε μαζί του και μας παρασύρει στο παρελθόν.

Ίσως αυτή η συγκίνηση να είναι ο στόχος αυτών που επιδιώκουν και υποστηρίζουν την «διατήρηση» κάποιων οικισμών, στο όνομα της ιστορικής μνήμης, σ’ αυτή τη δύσκολη επιχείρηση –δύσκολη και κάπου επικίνδυνη, γιατί περιέχει δυνάμει την έννοια μιας στείρας «συντήρησης»- μιας επιχείρησης που αναζητά τα στοιχεία που θα τροφοδοτήσουν τις ρίζες μας σ’ αυτή την προσπάθεια «να μακρύνουμε την ζωή μας προς τα πίσω».

Πρέπει όμως να πάρουμε τις απαραίτητες αποστάσεις «για να πλησιάσουμε και να κρίνουμε αυτά τα παλιά έργα χωρίς την επίδραση των φαντασμάτων», όπως συνεχίζει ο Σεφέρης.

Φαντάσματα που συνδέονται με τους οικισμούς, και αποτελούν το βασικό μας κίνητρο για την διατήρησή τους, κίνητρο φορμαλιστικό, που όπως και να το κάνουμε, σπάνια έχει σχέση με τις σημερινές καθημερινές ανθρώπινες ανάγκες ή με τις απαιτήσεις ενός ζωντανού οικισμού, όπου οι συνθήκες ζωής αλλά και οι συνθήκες διαμόρφωσης του κτισμένου περιβάλλοντος είναι ριζικά διαφορετικές από τις αντίστοιχες μιας περασμένης ιστορικής στιγμής.

Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να καταθέσουμε και για τους άλλους –κύρια όμως για μας τους ίδιους- την δική μας απόκριση γι’ αυτή την αξιολόγηση, που θα σχετίζεται με τον τρόπο που εμείς σήμερα βλέπουμε τους οικισμούς αυτούς, μέσα από τις νέες απαιτήσεις των καιρών.

Και η απόκρισή μας, καθώς και τα κριτήρια που θα την προσδιορίσουν, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το «στίγμα» της υπόστασής μας μέσα στον σημερινό κόσμο, στο μέτρο που:

ο Θα επηρεάζει τις επιλογές μας σε σχέση με τις προτεραιότητες

ο Και θα προσδιορίζει την καθημερινή μας στρατηγική.


Κάθε τόσο στην Ελλάδα, δίνεται μια ευκαιρία να ξαναδούμε τα πράγματα. Είτε μετά από κάποια μεγάλη καταστροφή –οι σεισμοί στα Ιόνια Νησιά, στο Πήλιο, στην Σαντορίνη, στην Θεσσαλονίκη κλπ.- είτε μετά από κάποια απόφαση της πολιτείας να παρέμβει σ’ αυτό το τόσο παραμελημένο, παρεξηγημένο και σ΄ ένα βαθμό ξεπουλημένο, δυστυχώς, δομημένο περιβάλλον. Αυτό το περιβάλλον που δεν θέλουμε να καταλάβουμε ότι αποτελεί το μεγάλο μας σπίτι.

Επιθυμεί, λοιπόν, το ΤΕΕ ΤΑΚ να πείσει την πολιτεία να παρέμβει στους μικρούς και τους μεγάλους οικισμούς, σ’ αυτούς που ονομάζουμε παραδοσιακούς, αφήνοντας έξω αυτούς που δεν τους ονομάζουμε έτσι, αλλά που σε τελευταία ανάλυση είναι κι αυτοί γεννήματα μιας παράδοσης, αυτής που καθιέρωσε η γενιά μας... Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, ιδιαίτερα πολύπλοκο, στο οποίο θα επανέλθω αργότερα.

Να ‘μαστε λοιπόν πάλι μπροστά σ’ ένα τέτοιο σταυροδρόμι. Να πείσουμε την πολιτεία –την ωραία κοιμωμένη του δάσους- να παρέμβει. Κι αυτό θα γίνει -μέσα από κάποια άτομα, γεμάτα καλές προθέσεις- που θ’ αντιμετωπίσουν την καταστροφή που ενέκρινε η πολιτεία με τα όργανά της στο παρελθόν, και θα επιχειρήσουν να την πείσουν να προχωρήσει στην αναθεώρηση της στάσης της και στην ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Πόσο παρήγορο, πόσο ενδιαφέρον, ίσως και ωραίο ακούγεται όλο αυτό, αλλά και πόσο παράξενο, πόσο παράλογο, αν κοιτάξει κανείς λίγο πίσω του το παρελθόν.

Παράλογο γιατί, οι προθέσεις όσο κι αν είναι εξαιρετικά σημαντικές γιατί αποτελούν τις γενέτειρες των αποτελεσμάτων δεν αρκούν. Και δεν αρκούν γιατί απαιτείται μια σειρά μέτρων προετοιμασίας και οργάνωσης που δεν θα διαστρεβλωθούν και δεν θα μεταμορφωθούν σε διαδικασίες εγκρίσεων παραδοσιακών κακέκτυπων, ή ιεράς εξέτασης, όταν η ελεύθερη συνεπής και συνειδητή αρχιτεκτονική έκφραση δεν θα υποταχθεί στην εύκολη ιστορικίστικη αντιγραφή προτύπων, που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κρύβει την αδυναμία της να ερμηνεύσει μ’ έναν δικό της τρόπο, το κοινό και το κύριο όπως έλεγε ο ποιητής, -αν βέβαια υπάρχει κάτι τέτοιο στην εποχή μας- δηλαδή αν μπορούμε να αποσπάσουμε από τη νοοτροπία της σημερινής, ανθρώπινης κοινότητας κάτι κοινό και κύριο, της κοινότητας για την οποία εργαζόμαστε και η οποία αποτελεί τον τελικό παραλήπτη των προσπαθειών μας.

Αν δεχθούμε βέβαια, ότι η παράδοση του κοινού και του κύριου δεν είναι οι ιστορικές μορφές που παραδίδει δυναμικά η προηγούμενη στην επόμενη γενιά, αλλά ο τρόπος ζωής και η νοοτροπία με την οποία η ανθρώπινη κοινότητα διαμορφώνει και εξελίσσει τη συμπεριφορά της, οι μορφές που έχει διαπλάσσει με άλλες τεχνολογικές δυνατότητες και άλλες συνθήκες καθημερινότητας στο παρελθόν, και κυρίως οι αξίες που μας αφήνει ένας πολιτισμός αιώνων.

Ο Παναγιώτης Μιχελής, ο λαμπρός θεωρητικός της Αρχιτεκτονικής που είχαμε την τύχη στα χρόνια των σπουδών μας να έχουμε καθηγητή, σ’ ένα άρθρο του στην Νέα Εστία το 1953[2], πενήντα πέντε χρόνια πριν, έγραφε με την ευκαιρία της προοπτικής ανοικοδόμησης των Ιονίων Νησιών που είχαν καταστραφεί από τους σεισμούς, τα παρακάτω:

«Είναι ίσως η μοίρα των πραγμάτων του κόσμου, την καταστροφή ν’ ακολουθεί η αναγέννηση. Όπου καούν τα φυτά ξαναφυτρώνουν πλουσιότερα, όπου αφανιστούν ψυχές βίαια, οι γεννήσεις πολλαπλασιάζονται αυτόματα, ωσάν η ζωή ν’ αναπληρώνει το χαμό για ν’ αποκαταστήσει την ισορροπία. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πολιτισμό. Τ’ αρχαϊκά μνημεία που καταστρέψανε οι Πέρσες τ’ αναπληρώσανε τα κλασσικά. Ενώ όμως στη φύση οι νόμοι δρουν τυφλά και η ορμή της αναπληρώσεως ακολουθεί αυτομάτως, στον πολιτισμό, η ορμή της αναδημιουργίας χρειάζεται και την παρουσία του πνεύματος για να είναι γόνιμη ειδ’ άλλως οι πολιτισμοί χάνονται. Το πνεύμα αρχίζει να παρουσιάζεται όταν συνειδητοποιεί τα γεγονότα και τα προβλήματα» και «αν λάβουμε υπ’ όψη τι έγινε στην Κόρινθο και στη Χαλκιδική κατά την ανοικοδόμησή τους, πρέπει να είμαστε απαισιόδοξοι γιατί εκεί αποτύχαμε».

Και παρακάτω:

«Αν θέλουμε να επιτύχουμε... πρέπει να κατανοήσουμε ότι το πρόβλημα είναι πρώτα απ’ όλα πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό... Πρέπει να κατανεμηθούν ορθά οι ευθύνες, να βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι που θα τις αναλάβουν υπεύθυνα... Πρέπει ο λαός να διαφωτιστεί και να εννοήσει ότι το συμφέρον του είναι οι πόλεις αυτές ν’ ανασυνταχθούν, ώστε να συγχρονισθούν πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά, γιατί μόνο σύγχρονες πόλεις και κτίρια εξυπηρετούν τη σύγχρονη ζωή.».

Γιατί χωρίς μέτρα προετοιμασίας – οργάνωσης, χωρίς μια μάχη ενημέρωσης, ουσιαστικής διαφώτισης, επεξηγήσεων, ανοιχτού διαλόγου που θα επιτρέψουν την ενδοσκόπηση, την κατανόηση, τη συνειδητοποίηση της Αλληλεγγύης που απαιτεί μια τέτοια προσπάθεια, πώς είναι δυνατόν να πετύχει;

«Η αμοιβαία κατανόηση και αλληλεπίδραση ηγεσίας και πληθυσμού, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας»,

έγραφε στο ίδιο κείμενο ο Μιχελής και συνεχίζει:

«Η ηγεσία, πολιτική, οικονομική και αρχιτεκτονική, οφείλει να βρεθεί κοντά στο λαό, και για να τον κατευθύνει ορθά, και για ν’ αντλήσει ιδέες απ’ αυτόν που ξέρει τον τόπο του, τον πονάει και ονειρεύεται μια νέα ζωή.».

Αυτά έγραψε πριν 55 χρόνια ο Π. Μιχελής. Ματαίως.

«Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» λεει ο λαός.

Άραγε σήμερα να ακούει κανείς;

Αναρωτιέμαι.

Τι είναι όμως αυτό που πραγματικά προκαλεί το ενδιαφέρον μας σχετικά με τους παραδοσιακούς οικισμούς του παρελθόντος;

Μήπως μας απασχολεί

Λιγότερο το γιατί χτίστηκαν και περισσότερο ποια μορφή πήραν όταν χτίστηκαν;

Λιγότερο το τι εκφράζουν, και περισσότερο το πώς το εκφράζουν;

Λιγότερο ο τόπος που χτίστηκαν και η ένταξή τους σ’ αυτόν και περισσότερο η σημερινή τους εικόνα;

Μήπως έχουμε ξεχωρίσει το ύφος των παραδοσιακών οικισμών από το περιεχόμενό τους και μήπως αγωνιζόμαστε να διασώσουμε αυτό το ‘‘ύφος’’ χωρίς το περιεχόμενο;

Έχουμε συνειδητοποιήσει την κενότητα αυτού του εγχειρήματος;

Μήπως η κριτική ματιά μας διαβρώνεται από την υπερβολική εκτίμηση της πλούσιας αυθεντικότητάς τους, την οποία λατρεύουμε ως επισκέπτες αλλά που δεν αντέχουμε στην καθημερινή πραγματικότητά μας;

Μήπως είναι θέμα απόστασης;

Γιατί η αρχιτεκτονική όταν ολοκληρωθεί παραδίδεται στο χρόνο. Κι εκείνη η στιγμή σηματοδοτεί την έναρξη μιας διαδικασίας φθοράς. Και φθορά σημαίνει κάτι παράδοξο για την αρχιτεκτονική. Σημαίνει ‘‘ενανθρώπιση’’, καθώς με τη φθορά εισβάλλει στο τεχνικό έργο ο χρόνος και με το χρόνο εγκαθίσταται σε αυτό η φύση και οι μνήμες, και τότε, ως δια μαγείας, η σκληρότητα μαλακώνει, η σκιά δυναμώνει τα μυστικά της ύλης, η υφή βρίσκει αντίκρισμα στην ατέλεια που είναι σημάδι της ανθρώπινης παρουσίας.

Κοιτάξετε, τους παραδοσιακούς οικισμούς που θέλουμε να διατηρήσουμε.

Δέστε πως σχηματίσθηκαν. Οι άνθρωποι, μέλη μιας κοινότητας αδελφωμένης, χτίσανε ο ένας δίπλα στον άλλο, κοντά-κοντά σ’ ένα τοπίο ξένο και αφιλόξενο. Τα σπίτια τους ένα σύνολο που δεν ξεχωρίζει. Ο οικισμός που προκύπτει είναι η έκφραση μιας συνεκτικής κοινότητας που πορεύεται συγκροτημένη για να αντιμετωπίσει τα καθημερινά της προβλήματα σχολιάζοντάς τα, θετικά και αρνητικά. Και η μονάδα κατοικίας χτίζεται με την ίδια λογική.

Κοιτάξετε τώρα τους καινούργιους οικισμούς.

Εδώ οι κάτοικοι πάνε μακριά για να ζήσουν μόνοι. Αν μπορούσαν δεν θα ήθελαν να βλέπουν κανένα, αποτελούν μια κοινότητα διαλυμένη που διεκδικεί την μοναξιά, που αρνείται την συμμετοχή στα κοινά. Γιατί λοιπόν αναζητούμε τα παραδοσιακά, όταν η κοινότητα που τα παραγγέλλει αποζητά τη μοναξιά και το κράτος που τα εγκρίνει έχει επιβάλει με τις νομοθετικές του ρυθμίσεις τα 30 μ. ως ελάχιστη απόσταση του ενός κτίσματος από το άλλο; Σε ποια κοινότητα απευθυνόμαστε σήμερα και τη σχέση έχει αυτή με αυτούς τους παραδοσιακούς οικισμούς που επιθυμούν εκείνοι και αγωνιζόμαστε εμείς να προστατεύσουμε, με τις μεσογειακές-ελληνικές τους καταβολές

Κι όπως αλλού σημειώνει πάλι ο Μιχελής:

‘‘Πολλοί υπήρξαν που υπεστήριξαν ότι ελληνική αρχιτεκτονική εκδήλωση είναι μόνο όπια πρόδιδε επιρροή της λαϊκής μας τέχνης. Το ότι έτσι επρόδιδαν την ίδια την παράδοση, που παραδίδει κυρίως αξίες και όχι μορφές, δεν το αντιλαμβάνονται’’.[3]


Πιστεύω ότι κάθε αρχιτεκτονική αποδέχεται και υπηρετεί ορισμένους κανόνες-συμβάσεις. Έτσι αργά ή γρήγορα εντάσσεται σε ‘‘κάποια’’ παράδοση.

Αυτές οι συμβάσεις – κανόνες υφίστανται παραλλαγές και παραβάσεις. Στο μέτρο που οι παραλλαγές προκύπτουν από τη ουσία της ιδέας της σύμβασης ανανεώνοντας την, προσφέροντας μια νέα ανάγνωση και φωτίζοντας άλλες πλευρές της, όλα είναι καλά, η παράδοση λειτουργεί.

Αν όχι, τότε υπάρχει απλώς απομίμηση και φτηνή αντιγραφή.

Οι συμβάσεις αυτές όπως γράφει ο Γρ. Σηφάκης για το αρχαίο θέατρο,[4] περιορίζουν την ατομική έκφραση του καλλιτέχνη, αλλά δεν ακυρώνουν τη δημιουργικότητά του.

Το ίδιο ισχύει και με τις παραβάσεις, οι οποίες όταν δεν καταλύουν τις συμβάσεις, επιτρέποντας την αφομοίωσή τους από αυτές, διευρύνουν το χώρο που χαρτογραφούν, και ανανεώνουν τους ευρύτερα αποδεκτούς κανόνες που τις συνοδεύουν.

Αναζητείται, λοιπόν, με αυτή τη λογική η χάραξη μιας πορείας και ίσως η σύνταξη κάποιων κανονισμών. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις.

Ένας κανονισμός επιβάλλει μια πειθαρχία. Κανονικά απαγορεύει, στο μέτρο που είναι συγκεκριμένος, την παράβαση. Δηλαδή, απαγορεύει την ανανέωση.

Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που έχω πολλές φορές χρησιμοποιήσει:

στα Χανιά υπάρχει ένα παλιό σπίτι, όχι ιδιαίτερα σημαντικό, το οποίο όμως είχε ένα χαρακτηριστικό που το διαφοροποιούσε από το σύνολο. Είχε στο ισόγειο 3 καμάρες. Σε όλη την περιοχή τριγύρω καμιά καμάρα πουθενά. Αποτέλεσμα: ολόκληρη η γειτονιά πήρε το όνομα «οι 3 καμάρες».

Τι θα συνέβαινε αν υπήρχε ένας αυστηρός κανονισμός που θα απαγόρευε τις καμάρες, επειδή δεν υπάρχουν στο άμεσο περιβάλλον; Θα στερούσε την περιοχή από το διαφορετικό στοιχείο που σήμερα τη χαρακτηρίζει.

Αν πάλι ένας άλλος κανονισμός επέτρεπε τις καμάρες παίρνοντας αφορμή από το γεγονός αυτής της διαφορετικής παρουσίας, τότε ενδεχομένως θα προκαλούσε τους επιπόλαιους μελετητές να τις επαναλάβουν, οπότε η άκριτη αυτή επανάληψη θα στερούσε την μοναδικότητα αυτού του στοιχείου που κάποτε χαρακτήρισε την περιοχή.

Συμπέρασμα: Ο κανονισμός πρέπει να επιτρέπει την υπεύθυνη απόφαση κάποιων οργάνων, που θα αναλαμβάνουν την ευθύνη των εισηγήσεων εκτιμώντας τη σοβαρότητα της πρότασης και του μελετητή.

Ακόμα ένα παράδειγμα:

Στη Δανία –πιστεύω και σε άλλες πολιτισμένες χώρες- όταν προκηρύσσεται ένας διαγωνισμός οι ισχύοντες όροι δόμησης της περιοχής δίδονται ενδεικτικά. Ο υπεύθυνος μελετητής έχει το δικαίωμα να τους παραβεί αν πιστεύει ότι η πρότασή του θα βελτιώσει τις συνθήκες του ευρύτερου περιβάλλοντος. Μια παρόμοια πρόταση όχι μόνο δεν απορρίπτεται αλλά πολύ συχνά γίνεται αποδεκτή και εφαρμόζεται.

Πώς θα μπορούσε, όμως, να εφαρμοστεί μια παρόμοια κατάσταση στη σημερινή ελληνική γραφειοκρατική πραγματικότητα;

Μια πραγματικότητα που δεν την χαρακτηρίζει η θαρραλέα ανάληψη ευθυνών, -όχι τόσο από την μεριά των μελετητών, όσο από την μεριά των επιτροπών κρίσης - αλλά μια μίζερη και βαθύτατη αίσθηση συνενοχής.

Ένας κανονισμός επιβάλλει την πειθαρχία.

Κανονικά απαγορεύει την παράβαση.

Δηλαδή, απαγορεύει την ανανέωση.

Εφ’ όσον λοιπόν η Πολιτεία δεν αναλαμβάνει να εισηγηθεί νόμιμους τρόπους για να επιτρέψει την παράβαση, τι μας απομένει;...

Ας μη ξεχνάμε αυτό που έχει γράψει πριν από αιώνες ο William Blake[5]:

«Καμιά αρετή δεν μπορεί να υπάρξει

αν δεν παραβιαστούν οι δέκα εντολές»

Προσωπικά πιστεύω στην ΠΑΡΑΒΑΣΗ. Πιστεύω ότι η παράβαση ενεργοποιεί την τάξη και την πειθαρχία. Τούς δίνει ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι το αεράκι που δροσίζει τα κλειστά δωμάτια, που ανανεώνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι η χαρά της ζωής, χαρά που συνειδητοποιούμε κάθε φορά που παραβαίνουμε τον κανόνα, που λειτουργούμε έξω από τις προδιαγραφές, απρόοπτα, άμεσα, αυθεντικά.

Όμως, ο μόνος τρόπος για να γίνει αντιληπτή αυτή η παράβαση είναι να έχει πρώτα καθιερωθεί και να έχει γίνει αποδεκτή μια συνέχεια, που θα την διακόπτει πειστικά κάθε τόσο μια παράβαση. Μια παράβαση όμως που δεν θα επιδιώκει την εμπορική υπερεκμετάλλευση, που δεν θα είναι η επιπόλαιη επιδίωξη της διαφορετικότητας, αλλά της οποίας η τεκμηριωμένη παρουσία δεν θα είναι του κάθε μέρα ή του οπουδήποτε.

Όσο για τις αναπαλαιώσεις –αλήθεια τι απαράδεκτος όρος όταν υποτίθεται ότι η αναμόρφωση και η ανάπλαση ενός αρχιτεκτονικού στοιχείου της πόλης, γίνεται με στόχο το μέλλον και απευθύνεται σ’ αυτούς που έρχονται-. Οι αναπαλαιώσεις εκφράζουν με τον πιο άμεσο τρόπο τα έργα μιας κοινότητας δειλής που φοβάται τον εαυτό της, που δεν τολμά να επανατοποθετήσει το πρόβλημα, που δεν τολμά να κάνει λάθη. Κι όμως καθώς λέει ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου, «το λάθος είναι το μόνο πράγμα που πλουτίζει αυθεντικά την εσωτερική μας ζωή, το λάθος που διαπράττουμε με προσωπική μας ευθύνη».

Και ισχύει το ίδιο για την ανθρώπινη κοινότητα, η οποία ρημάζει και ξεραίνεται όταν δεν τολμά με ευθύνη να πράξει, όταν δεν εμπιστεύεται, όταν αρχίζει και δεν ολοκληρώνει, όταν παρασύρεται από επιπόλαιες κρίσεις, μερικές φορές ειδικών, όταν δεν έχει επιθυμίες...

Θα ήθελα να σας θυμίσω τα λόγια του Goethe

«Η δύναμη μιας γλώσσας συνίσταται στην δυνατότητα που έχει να αφομοιώνει ξένες λέξεις» και να τις εντάσσει στο δικό της σύστημα, κι αυτό γινόταν από πάντα ανάμεσα στους λαούς της Μεσογείου.

Έχω την αίσθηση ότι, για μας τους Αρχιτέκτονες η ιστορία πρέπει να φτάνει ως την άκρη των δακτύλων μας, ως την άκρη του μολυβιού μας, την ώρα που σχεδιάζουμε στις «ίνες» του υπολογιστή μας. ΟΧΙ σαν οδηγός μαγειρικής, αλλά σαν απόσταγμα γνώσης, εμπειρίας και κατανόησης.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι αν αρνιόμαστε το παρελθόν, ή αν το χρησιμοποιούμε. Ούτε αν αρνιόμαστε την σημερινή πραγματικότητα.

Σήμερα μπορούμε να γνωρίζουμε σχεδόν με την ίδια ακρίβεια, το χθες και το 3.500 π.Χ.. Όλος αυτός ο πλούτος της ανθρώπινης εμπειρίας και προσπάθειας είναι στα χέρια μας. Οφείλουμε να τον κατανοήσουμε.

Οφείλουμε να αναζητήσουμε τι υπήρχε πίσω από τις μορφές που τον είχαν εκφράσει. Ποιες δραστηριότητες κάλυπταν, ποιες ιδέες τις στήριζαν, ποιες αξίες υπηρετούσαν και να επιχειρήσουμε να δώσουμε μέσα στο πλαίσιο των δικών μας τεχνολογικών δυνατοτήτων την δική μας σημερινή ερμηνεία.

Κι αυτή η ερμηνεία απαιτεί τόλμη γιατί οφείλει να είναι ένα βήμα έκφρασης του αύριο μέσα από το σήμερα, που λίγοι μπορούν να προσεγγίσουν.

Κι όλα αυτά αν μιλάμε για μια παράδοση, ζωντανή συνέχεια της ιστορίας. Όπου το πρόβλημα δεν είναι πως θα την συντηρήσουμε, αλλά πως θα την πάμε παρακάτω, πως θα την συνεχίσουμε, προχωρώντας μπροστά σανάνθρωποι σημερινοί που αμφιβάλουν για να κατανοήσουν και δημιουργούν για να μετατοπίσουν τα ερωτηματικά.

Και αν τελικά η πολιτεία πειστεί σήμερα να διορθώνει αυτά που τα όργανά της έχουν εγκρίνει και έχουν αποδεχτεί κατά καιρούς, με ποιο τρόπο θα το κάνει και με ποιους ανθρώπους; Αυτούς που χθες εγκρίνανε και σήμερα είναι έτοιμοι να καταδικάσουν;

Και με ποιους αρχιτέκτονες, ελεύθερους επαγγελματίες θα γίνουν όλα αυτά; Αφού αυτοί οι ίδιοι τα έχουν σχεδιάσει, αφού αυτοί οι ίδιοι, εμείς δηλαδή, έχουμε αποδεχθεί τις παρανομίες, αφού εμείς οι ίδιοι δεν διαμαρτυρηθήκαμε, δεν φωνάξαμε προφυλάσσοντας τον εαυτό μας στην καλύτερη περίπτωση από το μένος των υπηρεσιών που όταν θέλουν μπορούν να σε βάλουν στο μαύρο κατάστιχο και να μην δεις άσπρη μέρα.

Φοβάμαι, ότι εμείς οι παλιότεροι δύσκολα θα μπορούσαμε να κάνουμε εποικοδομητικές προτάσεις. Αυτό που σίγουρα μπορούμε να μεταφέρουμε εδώ είναι οι εμπειρίες που περιέγραψε η Σουζάνα:

Πόσες φορές ξεκινήσαμε και πόσες φορές μείναμε στη μέση. Πόσο ωφεληθήκαμε εμείς , πόσα μάθαμε αλλά και πόσο απογοητευθήκαμε από την αδιαφορία της πολιτείας. Και τώρα μαζί σας νοιώθουμε πώς πάλι κάτι θα γίνει. Ίσως εσείς πιο προσγειωμένοι, πιο οργανωμένοι πιο πολλοί κάτι θα καταφέρετε.

Μη μείνετε στην ανάλυση χωρίς συνθετική προοπτική, μη περιοριστείτε σε ασκήσεις επί χάρτου. πραγματοποιήστε κατι ας είναι και ελάχιστο.

«Αν βρεις ένα αρχιτεκτονικό–πολεοδομικό ιστό» υποστηρίζει ο J. Habracken «το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τον ακολουθήσεις δημιουργικά».

Το δημιουργικά επαφίεται στην συνέπεια και το ήθος του μελετητή.

Για μένα, αν θέλετε, αυτό είναι το μήνυμα της παράδοσης.

Η συνέχεια που δεν αποκλείει την παράβαση αλλά την αναδεικνύει, την αποδέχεται, την πλαισιώνει και την αφομοιώνει μέσα στο χρόνο, όταν αποτελεί μια σοβαρή και συνεπή ερμηνεία της σημερινής πραγματικότητας, όταν έχει λάβει υπόψη της το άμεσο περιβάλλον που την συνέχει και το οποίο πρόκειται να διαταράξει, την σημασία που πρόκειται να πάρει η ίδια σε σχέση με όλα όσα την περιβάλλουν, ανάλογα με την δική της όσο μπορεί να είναι- «αντικειμενική» αξία.

Γι’ αυτό το λόγο οι νομοθετικές ρυθμίσεις δεν απαιτούν μονάχα προσεκτική διατύπωση μετά από προηγούμενη κατανόηση των προβλημάτων, απαιτούν συστηματικό ξανακοίταγμα και ενδεχομένως στοχαστικές προσαρμογές σε κάθε φάση, καταγραφή των αποτελεσμάτων, αναζήτηση των δυνατοτήτων βελτίωσης και επανόρθωση των λαθών. Μια στρατηγική σε βάθος χρόνου με τακτικούς και συστηματικούς ελέγχους της πορείας, τακτικές αποτιμήσεις ουσίας και διορθωτικές κινήσεις. Με ανοιχτές διαδικασίες ελέγχου. Δεν είμαστε αντίπαλοι με τις υπηρεσίες. Θεωρητικά έχουμε τους ίδιους στόχους. Μαζί τους θα μπορούσαμε ευκολότερα να πείσουμε τους ιδιοκτήτες για το κοινό καλό Γιατί λοιπόν μας βγάζουν έξω για να αποφασίσουν. Πιο είναι αυτό το μυστικό που δεν πρέπει να ακούσει ο συνειδητός μελετητής. Ή μήπως είναι θέμα εξουσίας...

Ας είναι...ίσως μπέρδεψα τα θέματα.

Τι προτείνεις, λοιπόν, θα ρωτήσετε;

Η απάντηση είναι απλή, η εφαρμογή της όμως δύσκολη.

Γιατί το ζητούμενο είναι η καλή αρχιτεκτονική.

Απλή, όχι απλοϊκή, διακριτική, όχι ουδέτερη, σεμνή, όχι σεμνότυφη, παρούσα, όχι αυθάδη, πειστική, όχι εντυπωσιακή.

Σ’ αυτή τη συνεχή προσπάθεια, εκτός από τους κάθε είδους φορείς – Πανεπιστήμια, Υπηρεσίες, συλλόγους- που οφείλουν συμμετοχή, οφείλουμε κι εμείς, ο καθένας ξεχωριστά.

Χτίζοντας, προτείνοντας, κάνοντας λάθη, διορθώνοντας και προχωρώντας σ’ αυτό το δύσβατο Ελληνικό τοπίο. Γιατί ξέρουμε –πιστεύουμε- ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι είμαστε πολλοί, πάρα πολλοί αυτοί που κάνουν τα ίδια με μας ή που θα ‘θελαν και θα μπορούσαν, αλλά που κουράστηκαν, όπως κι εμείς καμιά φορά, και απογοητεύτηκαν αλλά επιμένουν, με όση σοβαρότητα και συνέπεια αντέχουν, απέναντι σε ένα κράτος που αδιαφορεί για την προσφορά τους και τους πολεμά και μια κοινότητα που αρνείται να τους χρησιμοποιήσει, χωρίς λόγο, και εκείνοι εξακολουθούν να αντιστέκονται δουλεύοντας, προτείνοντας και επιμένοντας.

Κι όταν κάτι καταφέρουμε, ξεπερνώντας τις δικές μας αμφιβολίες και των άλλων τις υποψίες, τότε παίρνει ένα νόημα και η δική μας προσπάθεια, που δεν αποδέχεται ότι όλα είναι μάταια.

Κι αν έχει κάποιο νόημα αυτή η συνάντηση για μένα είναι να ανανεώσουμε την απόφασή μας, ότι θα δώσουμε τον καλλίτερο εαυτό μας σ’ αυτή την προσπάθεια που δεν έχει τέλος, ως ελέγχοντες ή ελεγχόμενοι, σε όποια θέση και αν βρεθούμε. Με κατανόηση και ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια.

Καταγραφές, λοιπόν, ναι, δεσμεύσεις, ναι, και διατάγματα λοιπόν ναι, αλλά ανοιχτά στην υπεύθυνη, την τεκμηριωμένη παράβαση. Όλα περασμένα απ’ το καμίνι της πραγματικότητας, η οποία όπως γνωρίζουμε καλά για να βελτιωθεί και ν’ αλλάξει πρέπει να την φέρουμε με όλη της τη φρίκη και την ομορφιά στο κέντρο του ενδιαφέροντος των πολιτών για να τολμήσουμε όλοι μαζί την ανατροπή της, φωτίζοντας το πρόβλημα της ορθής διαχείρισης του χώρου και χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, αλλά κυρίως δουλεύοντας ασταμάτητα με συνέπεια, προσοχή και ευσυνειδησία.

«Η αρχιτεκτονική ενσαρκώνει την ουτοπία μιας κοινωνίας» έχει πει κάποτε ο R. Piano και δεν είναι καθόλου άσχημη φράση για να τελειώσει κανείς ένα παρόμοιο κείμενο.

Δημήτρης Αντωνακάκης

Αρχιτέκτων

Καλλιτεχνικός Διευθυντής κ.α.μ.




[1] Γ. Σεφέρης: “Μονόλογος πάνω στην ποίηση’’, Δοκιμές, Α΄τόμος, σ. 126, Ίκαρος, Αθήνα 1974

[2] Π. Α. Μιχελής: Η Ανοικοδόμηση, Νέα Εστία, 1953, σ. 1242-6

[3] Π. Α. Μιχελής: ‘‘Η Νεοελληνική Αρχιτεκτονική και η τροπή των καιρών’’

[4] Γρ. Σηφάκης: ‘‘Μελέτες για το Αρχαίο Θέατρο’’, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σ. 92-94

[5] Willian Blake: Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης, μετάφρ. Χ. Βλαβιανός, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σ. 83

Δεν υπάρχουν σχόλια: